ανηλέκτριστος

ανηλέκτριστος
-η, -ο
1. αυτός στον οποίο δεν είναι δυνατόν να μεταδοθεί ηλεκτρικό ρεύμα
2. ο μη ηλεκτροδοτημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”